- τρυπημάτιον
- τὸ, Α [τρύπημα, τρυπήματος]υποκορ. μικρή οπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυπημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπηματίοις — τρυπημάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπηματίου — τρυπημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπηματίων — τρυπημάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπημάτια — τρυπημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)